κρώμαξ

From LSJ
Revision as of 10:31, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_4)

Βίος βίου δεόμενος οὐκ ἔστιν βίος → Non est vitalis vita victus indigens → Kein Leben ist ein Leben ohne Unterhalt

Menander, Monostichoi, 74

German (Pape)

[Seite 1517] ακος, ὁ, Steinhaufen, Felsen, VLL. S. κλώμαξ.

Greek (Liddell-Scott)

κρώμαξ: -ᾱκος, ὁ, σωρὸς λίθων, ἀντὶ κλώμαξ, Δράκων σ. 18· ἐντεῦθεν κρωμακόεις, εσσα, εν, τραχύς, πετρώδης, κρημνώδης, Ἡσύχ.· κρωμακωτός, ή, όν, λέξις Παφλαγονικὴ κατὰ τὸν Εὐστ. 330. 40.