Menander, Monostichoi, 74 German (Pape)
[Seite 1517] ακος, ὁ, Steinhaufen, Felsen, VLL. S. κλώμαξ.
Greek (Liddell-Scott)
κρώμαξ: -ᾱκος, ὁ, σωρὸς λίθων, ἀντὶ κλώμαξ, Δράκων σ. 18· ἐντεῦθεν κρωμακόεις, εσσα, εν, τραχύς, πετρώδης, κρημνώδης, Ἡσύχ.· κρωμακωτός, ή, όν, λέξις Παφλαγονικὴ κατὰ τὸν Εὐστ. 330. 40.