μισθοφόρος
From LSJ
German (Pape)
[Seite 191] Lohn davontragend, erhaltend; τριήρεις, Ar. Equ. 553; Thuc. 1, 35. 5, 109; öfter bei den Folgdn; bes. von Soldaten, Söldnern, πελταστικὸς ἀνὴρ μισθοφόρος, Plat. Theaet. 165 d; Xen., Dem. u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
μισθοφόρος: -ον, ὁ λαμβάνων μισθόν, ὁ ἐργαζόμενος ἐπὶ μισθῷ, μισθωτός, μ. ἄνθρωποι Δημ. 661. 6· δικαστήρια Ἀριστ. Πολιτικ. 2. 12, 4· μ. ἐν λόγοις Πλάτ. Θεαίτ. 165D. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., μισθοφόροι, οἱ, μισθωτοὶ στρατιῶται, Θουκ. 1. 35, κ. ἀλλ., Ξεν., κλ.· ― ὡσαύτως, μ. τριήρεις, πλοῖα ἔχοντα πλήρωμα ἐκ μισθοφόρων, Ἀριστοφ. Ἱππ. 555.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui reçoit un salaire, une solde ; subst. soldat mercenaire, soldat en gén.
Étymologie: μισθός, φέρω.