ἅλμην πιόντες ἐξαπῆλθον τοῦ βίου → they drank seawater and departed from life
ες,
A = λίχνος, Ael.Fr.325 (Sup.).
λιχνώδης: -ες, = λίχνος, Ἀνώνυμ. παρὰ Σουΐδ. ἐν λ. σοβαρός.