μεταγωγός
From LSJ
παρθενικὴν δὲ γαμεῖν, ἵνα ἤθεα κεδνὰ διδάξῃς → take thee a maiden to wife, and teach her ways of discretion
English (LSJ)
ή, όν,
A shifting, τινος Sch.Od.5.260, 10.32.
German (Pape)
[Seite 146] anderswohin führend, lenkend, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
μετᾰγωγός: -ή, -όν, ὁ μετάγων, ὁ μετακινῶν, «τὸν μεταγωγὸν τοῦ κέρατος κάλων» Σχόλ. εἰς Ὀδ. Κ. 32, πρβλ. Ε. 260.