μητροφόντης
From LSJ
Θεοῦ γὰρ οὐδεὶς χωρὶς (ἐκτὸς οὐδεὶς) εὐτυχεῖ βροτῶν → Nullus beatus absque numine est dei → Glückselig Gott allein und sonst kein Sterblicher
English (LSJ)
ου, ὁ, = foreg., E.Or.479,1587, Andr.999, Arist.Rh. 1405b22.
German (Pape)
[Seite 180] ὁ, dasselbe, Eur. Or. 1587 Andr. 1000.
Greek (Liddell-Scott)
μητροφόντης: ὁ, = μητροφόνος, Εὐρ. Ὀρ. 497, Ἀριστ. Ρητ. 3. 2, 14.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
c. μητροφόνος.