μορφοειδής
From LSJ
English (LSJ)
ές,
A of the nature of shape, σχηματισμός Epicur.Nat. 2.8. II like the human form, Plu.2.335d; μ. τοῦ σώματος ὁμοιότητες ib.735a.
German (Pape)
[Seite 209] ές, gestaltartig, formell, von den Bildern des Epikur, Plut. Symp. 8, 10, 2.
Greek (Liddell-Scott)
μορφοειδής: -ές, ὁ ἔχων μορφὴν ἢ σχῆμα, Πλούτ. 2. 335D, 733A.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
qui a une forme, formel t. de philos.
Étymologie: μορφή, εἶδος.