νεάσιμος
From LSJ
English (LSJ)
[ᾱ], ον,
A to be ploughed up, of fallow land, Gloss.
German (Pape)
[Seite 235] umzupflügen, vom Brachlande, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
νεάσῐμος: -ον, γεωργήσιμος, ὃν πρέπει νὰ καλλιεργήσῃ τις πάλιν, Γλωσσ.
Full diacritics: νεάσῐμος | Medium diacritics: νεάσιμος | Low diacritics: νεάσιμος | Capitals: ΝΕΑΣΙΜΟΣ |
Transliteration A: neásimos | Transliteration B: neasimos | Transliteration C: neasimos | Beta Code: nea/simos |
[ᾱ], ον,
A to be ploughed up, of fallow land, Gloss.
[Seite 235] umzupflügen, vom Brachlande, Sp.
νεάσῐμος: -ον, γεωργήσιμος, ὃν πρέπει νὰ καλλιεργήσῃ τις πάλιν, Γλωσσ.