νηοπόλος
From LSJ
English (LSJ)
A v. ναοπόλος.
Greek (Liddell-Scott)
νηοπόλος: Ἀττ. νᾱοπ-, ον, (νηός, πολέω) ὁ ἐργαζόμενος ἐν τῷ ναῷ, περιποιούμενος ναόν, φύλαξ τοῦ ναοῦ, Ἡσ. Θ. 991, Μανέθων 4. 427· θηλ., Ἀνθ. Π. 1. 16.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui prend soin d’un temple, prêtre ou ministre d’un temple.
Étymologie: ναός, πολέω.