περικυλίνδω
From LSJ
οὐδ' ἄμμε διακρινέει φιλότητος ἄλλο, πάρος θάνατόν γε μεμορμένον ἀμφικαλύψαι → nor will anything else divide us from our love before the fate of death enshrouds us (Apollonius of Rhodes, Argonautica 3.1129f.)
German (Pape)
[Seite 581] auch περικυλινδέω, umwälzen; περικυλίσας, Ar. Pax 7; περικυλινδεῖσθαι, Plat. Legg. X, 893 e.