ὀκτάκωλος
From LSJ
εἰ δὲ τύχῃ τις ἔρδων, μελίφρον' αἰτίαν ῥοαῖσι Μοισᾶν ἐνέβαλε → if someone is successful in his deeds, he casts a cause for sweet thoughts into the streams of the Muses
English (LSJ)
ον,
A of eight lines, στροφή Sch. Ar.Ach.565, Heph.Poëm.4.
German (Pape)
[Seite 317] achtgliedrig, mit acht Absätzen, Schol. Ar. Ach. 558.
Greek (Liddell-Scott)
ὀκτάκωλος: -ον, ὁ ἀποτελούμενος ἐξ ὀκτὼ στίχων, στροφὴ Σχολ. εἰς Ἀριστοφ. Ἀχ. 565, Ἡφαιστ. ΙΙ. 8. 13.