ὀνοματοκλήτωρ
From LSJ
Cicero, Tusculanarum Disputationum, I.45.109
English (LSJ)
ορος, ὁ,
A = ὀνομακλήτωρ, Gloss.
German (Pape)
[Seite 349] ορος, ὁ, = ὀνομακλήτωρ, Lob. Phryn. 668.
Greek (Liddell-Scott)
ὀνομᾰτοκλήτωρ: -ορος, ὁ, = ὀνομακλήτωρ, Γλωσσ.