ὀστρακώδης
Καλὸν τὸ γηρᾶν καὶ τὸ μὴ γηρᾶν πάλιν → Res pulchra senium, pulchra non senescere → Schön ist das Altsein, doch nicht alt sein wieder auch
English (LSJ)
ες,
A like an earthen pot or sherd, testaceous, of crabs, Arist.HA525b12, al.; of the shell of the tortoise, ib.600b20; of oysters, ib.531a17; of the covering of certain eggs, Id.GA733a20, HA558a28. 2 full of potsherds, τὸ ὄρος τὸ -ῶδες LXX Jd.1.35; ὀ. τόπος POxy.941.2 (vi A. D.).
German (Pape)
[Seite 400] ες, scherbenartig, Theophr., = ὀστρακῖτις.
Greek (Liddell-Scott)
ὀστρᾰκώδης: -ες, ὅμοιος ὀστράκῳ, ἐπὶ καρκίνων, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 2, 4, κ. ἀλλ.· ἐπὶ τῆς χελώνης, αὐτόθι 8. 17, 6· ἐπὶ ὀστρέων, αὐτόθι 4. 6, 3· ἐπὶ φλοιοῦ ᾠῶν τινων, αὐτόθι π. Ζ. Γεν. 2. 1, 20, πρβλ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 34, 1. ― τὰ ὀστρακώδη, πήλινα ἀγγεῖα, ὁ αὐτ. π. Φυτ. 2. 1, 2· ― πρβλ. ὀστρακόδερμος.