οὐρανόροφος
From LSJ
Σοφὸς γὰρ οὐδείς, ὃς τὰ πάντα προσκοπεῖ → Omnia vel sapiens nemo est, qui prospexerit → Denn keinen Weisen gibt's, der alles sieht vorher
English (LSJ)
ον,
A with vanlted ceiling or canopy, prob. cj. for -οφόρος in Ath.1.48f; v. sq.11.
German (Pape)
[Seite 417] mit einem Zeltdach überwölbt, σκηνή, Ath. II, 48 f.
Greek (Liddell-Scott)
οὐρᾰνόροφος: ον (γραπτ. οὐραώρ-), ὁ ἔχων θολοειδῆ ὀροφήν, Ἀθήν. 48F (ἔνθα ὅμως τὰ ἄριστα Ἀντίγραφα ἔχουσιν οὐρανοφόρον)· ἴδε τὸ ἑπόμ. ΙΙ.