ους
From LSJ
λόγῳ ἀναλίσκω τὸν χρόνον τῆς ἡμέρας → waste the day in idle talk, consume the duration of the day with talk
Greek (Liddell-Scott)
ους: κατάληξ. γεν. πτώσ. τριτοκλίτ. ἀσυναιρέτ. κυρίων ὀνομάτων ἀντὶ -ος, Ἐπιγρ. Ἑρμιόνης, L. et F. 159e: Δαμωνους, Νικωνους, ἀντὶ Δάμωνος, Νίκωνος, ἐν ᾗ ὅμως ἐπιγραφῇ ἀναγινώσκονται καὶ τὰ κανονικά: Κάλλωνος, Ἀνθεμίωνος, Ἕρμωνος, Ξένωνος, Συναγωγὴ Λέξ. Ἀθησ. Κουμανούδη.