παλίνστροφος
From LSJ
Ἴση λεαίνης καὶ γυναικὸς ὠμότης → Feritas leaenae quanta, tanta et feminae → Der Löwin Wildheit ist die selbe wie der Frau
English (LSJ)
ον,
A = παλίνστρεπτος, Opp.C.2.99; παλίστρ-, Sch. Ar.Nu.298.
German (Pape)
[Seite 450] = παλίνστρεπτος, auch παλίστροφος geschrieben; Opp. Cyn. 2, 99; γνώμη, Schol. Ar. Nubb. 298; a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
πᾰλίνστροφος: -ον, = παλίνστρεπτος, Ὀππ. Κυν. 2. 99, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Νεφ. 298.