παραμεύομαι

From LSJ
Revision as of 14:41, 17 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (SL_2)

ὁ δὲ πείσεται εἰς ἀγαθόν περ → he will obey you to his profit, he will obey you for his own good end

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρᾰμεύομαι Medium diacritics: παραμεύομαι Low diacritics: παραμεύομαι Capitals: ΠΑΡΑΜΕΥΟΜΑΙ
Transliteration A: parameúomai Transliteration B: parameuomai Transliteration C: parameyomai Beta Code: parameu/omai

English (LSJ)

Dor. form of παραμείβομαι, μορφᾷ παραμεύσεται ἄλλων

   A will surpass the beauty of others, Pi.N.11.13 : an Act. form παραμεῦσαι· παραλλάξαι, ἐκτραπῆναι, Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

παρᾰμεύομαι: Δωρικ. τύπος τοῦ παραμείβομαι, παραμεύεσθαί τινος μορφάν, ὑπερβαίνειν τὴν καλλονήν τινος, Πινδ. Ν. 11. 17. - Καθ’ Ἡσύχ.: «παραμεῦσαι· παραλλάξαι. ἐκτραπῆναι».

French (Bailly abrégé)

surpasser.
Étymologie: παρά, *ἀμεύομαι.

English (Slater)

παρᾰμεύομαι = παραμείβομαι,
   1 surpass εἰ δὲ τις ὄλβον ἔχων μορφᾷ παραμεύσεται ἄλλους (Hartung: ἄλλων codd.) (N. 11.13)