παραπέτασμα

From LSJ
Revision as of 20:06, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_4)
Pindar, Pythian, 8.95f.
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παραπέτασμα Medium diacritics: παραπέτασμα Low diacritics: παραπέτασμα Capitals: ΠΑΡΑΠΕΤΑΣΜΑ
Transliteration A: parapétasma Transliteration B: parapetasma Transliteration C: parapetasma Beta Code: parape/tasma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A that which is spread before a thing, hanging, curtain, παραπετάσματα ποικίλα Hdt.9.82 ; π. Μηδικά Ar.Ra.938 ; τὸ π. τὸ Κύπριον Id.Fr.611 ; π. λιτόν IG12.330.6 : metaph., screen, cover, ταῖς τέχναις ταύταις παραπετάσμασιν ἐχρήσαντο Pl.Prt.316e, cf. D.45.19 ; τὰ χρήματα . . π. τοῦ βίου Alex.340 ( = Antiph.327) ; εἶχεν δὲ π. τὴν ἐρημίαν Men.406.4.    II pl., mantlets, Agath.3.7.

German (Pape)

[Seite 493] τό, das Vorgebreitete, der Vorhang; Ar. Ran. 938; Her. 9, 82; Diphil. bei Ath. VI, 225 b; Plut. Artax. 5 u. a. Sp.; Vorwand, ταῖς τέχναις ταύταις παραπετάσμασιν ἐχρήσαντο, Plat. Prot. 316 e; παραπετάσματι χρησάμενοι τῇ προκλήσει, Dem. 45, 19, zum Vorwand brauchen.

Greek (Liddell-Scott)

παραπέτασμα: τό, ὅ,τι ἐκτείνεται ἀναπεπταμένον ἐνώπιόν τινος, παραπέτασμα, παραπετάσματα ποικίλα, ἐν τῇ σκηνῇ τοῦ Μαρδονίου, Ἡρόδ. 9. 82· παρ. Μηδικὰ Ἀριστοφ. Βάτρ. 938· τὸ π. τὸ Κύπριον ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 513. - μεταφορ., πρόσχημα, προκάλυμμα, ταῖς τέχναις ταύταις παραπετάσμασιν ἐχρήσαντο Πλάτ. Πρωτ. 316Ε, πρβλ. Δημ. 1107. 1· τὰ χρήματα .. π. τοῦ βίου Ἄλεξ. ἐν Ἀδήλ. 41· εἶχε δὲ παραπέτασμα τὴν ἐρημίαν Μένανδρ. ἐν «Πλοκίῳ» 6. - Καθ’ Ἡσύχ.: «παραπετάσματα· παρακαλύμματα».

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
1 tenture;
2 fig. prétexte.
Étymologie: παρά, πετάννυμι.