πόθῳ δὲ τοῦ θανόντος ἠγκιστρωμένη ψυχὴν περισπαίροντι φυσήσει νεκρῷ → pierced by sorrow for the dead shall breathe forth her soul on the quivering body
περινεφής: -ές, πανταχόθεν κεκαλυμμένος ὑπὸ νεφῶν, Ν. Χων. σ. 487, 19, ἔκδ. Β.