περιφράσσω

From LSJ
Revision as of 19:30, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_4)

Τιμώμενοι γὰρ πάντες ἥδονται βροτοί → Omnes enim homines honorari expetunt → Denn alle Menschen sehen sich recht gern geehrt

Menander, Monostichoi, 513
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιφράσσω Medium diacritics: περιφράσσω Low diacritics: περιφράσσω Capitals: ΠΕΡΙΦΡΑΣΣΩ
Transliteration A: periphrássō Transliteration B: periphrassō Transliteration C: perifrasso Beta Code: perifra/ssw

English (LSJ)

Att. περιφράττω,

   A fence, fortify all round, ἐμαυτόν Pl.R. 365b ; κύκλον δένδρεσι Str.4.5.2 ; of armour, Hld.9.15 ; enclose, περόνη π. λίθον Procop.Aed.3.1:—Med., separate off for oneself, μέρος [τῆς στοᾶς] αὐλαίᾳ Hyp.Fr.139:—Pass., πίλοις περιπεφραγμένα Hp. Aër.18; πόλις περιπεφρ. Sm.Ps.30(31).22 ; to be obstructed, f.l. for παραφρ-in Gal.UP8.6.    2 make a dam, φρυγάνοις καὶ λίθοις Arist. HA603a9.

German (Pape)

[Seite 599] attisch -ττω, ringsum einschließen, umhegen, auch mit Wall u. Mauer umgeben, Arist. H. A. 8. 20; Pol. 1, 28, 11 u. Sp., wie Lud. Gymn. 20 u. Plut. öfter.

Greek (Liddell-Scott)

περιφράσσω: Ἀττ. -ττω, φράττω ἢ ὀχυρώνω ὁλόγυρα, προφυλάττω πανταχόθεν, ἐμαυτὸν οὕτω περιφράξας Πλάτ. Πολ. 365Β˙ σεαυτὸν φιλίᾳ περιφράξας Φωτ. Ἐπιστ. σ. 28. 38˙ ― Παθ., αὖται δὲ πίλοις περιπεφραγμέναι Ἱππ. π. Ἀέρ. 291˙ πόλις περιπεφρ. Σύμμαχ. ἐν Παλ. Διαθ. 2) περικλείω τι, φράττω ὁλόγυρα, λίθοις περιφράξαντες Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 20, 5.

French (Bailly abrégé)

entourer d’une barrière ou d’une enceinte.
Étymologie: περί, φράσσω.