πετάσιον
From LSJ
Ἢ μὴ γάμει τὸ σύνολον ἢ γαμῶν κράτει → Aut caelebs vive aut dominus uxori tuae → Bleib ledig oder herrsche über deine Frau
English (LSJ)
[ᾰ], τό, Dim. of πέτασος, Posidon.2 J.; π. κανωπικά Sch. Orib.2.745.
German (Pape)
[Seite 604] τό, dim. von πέτασος, Ath. V, 176 b, aus Posidon.
Greek (Liddell-Scott)
πετάσιον: τό, ὑποκορ. τοῦ πέτασος, Ποσειδώνιος παρ’ Ἀθην. 176Β· πετάσια κανωβικὰ (διάφ. γραφ. κωνωπικὰ) Σχολ. παρ’ Ὀρειβασ. σ. 362 Matth.