πιαντήριος
From LSJ
Ἡμερὶ πανθέλκτειρα, μεθυτρόφε, μῆτερ ὀπώρας ... → All-soothing vine, nurse of the wine, vintage's mother ... (Anthologia Palatina 7.24.1)
English (LSJ)
α, ον,
A fattening : τὰ π. fattening food, Hp.Loc.Hom. 28.
German (Pape)
[Seite 612] zum Fettmachen, Mästen, Düngen gehörig, geschickt, Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
πῑαντήριος: -α, -ον, ὁ πιαίνων, παχύνων, τὰ πιαντήρια, τροφὴ πιαίνουσα, παχύνουσα, Ἱππ. 418. 26.