πολυανάλωτος
From LSJ
Ἢ μὴ γάμει τὸ σύνολον ἢ γαμῶν κράτει → Aut caelebs vive aut dominus uxori tuae → Bleib ledig oder herrsche über deine Frau
English (LSJ)
[ᾰλ], ον,
A prodigal, Vett. Val.48.25. II causing much expense, very expensive, gloss on πολυτελές, EM750.47.
German (Pape)
[Seite 659] viel Aufwand erfordernd, E. M. p. 750, 48.
Greek (Liddell-Scott)
πολυανάλωτος: -ον, πολυδάπανος, πολυτελής, Ἐτυμολ. Μέγ. 750. 48.