πολύσπερμος
From LSJ
Μὴ πάντα πειρῶ πᾶσι πιστεύειν ἀεί → Credenda cunctis esse cuncta ne putes → Glaub ja nicht allen alles immerdar
English (LSJ)
ον,
A abounding in seed, Arist.GA 725b29, Thphr.HP6.7.4; πολύσπερμος, ἡ, a plant, Hippiatr.2, GP.17.5.5. II abounding in seminal fluid, Gal.1.339. 2 prolific, Cat. Cod.Astr.1.166, Vett.Val.10.26.
German (Pape)
[Seite 673] vielsaamig; Theophr.; ζῷα, Maneth. 6, 256.
Greek (Liddell-Scott)
πολύσπερμος: -ον, ὁ ἔχων ἄφθονον σπέρμα, σπόρον, Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 1. 18, 57, κ. ἀλλ.