πολυχρόνιος
Μακάριος, ὅστις οὐσίαν καὶ νοῦν ἔχει → Felix, qui mentem cum divitiis possidet → Glückselig, wer Vermögen und Vernunft besitzt
English (LSJ)
ον,
A of olden time, ancient, h.Merc. 125. 2 of long standing, τὴν πολυχρονίων (leg. -χρόνιον) Μαρμαριτῶν θρασύτητα Sammelb.6026 (Cyrenaica, iii A.D.). II lasting for long, νουσήματα Hp.Aph.4.23, cf.7.6; μουναρχίη Hdt.1.55; π. ἔχειν τὴν ζωήν Arist.Long.464b25; ἀρχαί Id.Pol.1299a7 (Comp.); opp. αἰώνιος, Epicur.Sent.28; βιότω τέρμα long-protracted, Call.Lav. Pall.128; πολιορκίαι Onos.38.6; πλέγμα AP5.254.14 (Paul. Sil.): Comp., Hp.Fract.10, Pl.Ti.75b: Sup., τὰ -ώτατα τῶν ἀνθρωπίνων X.Mem.1.4.16. Adv. -ίως dub. l. in Hp.Ep.17. 2 long-lived, Arist.HA29b32, al.: Comp. -ώτερος Pl.Phd.87c, Arist.HA613a25, Thphr.CP5.18.4: Sup. -ώτατος, αἷμα Call.Del.282, cf. Dam.Pr. 23.
German (Pape)
[Seite 677] von langer Zeit, lange dauernd, alt; H. h. Merc. 125; Her. 1, 55; Plat. Tim. 75 b; Xen. Mem. 1, 4, 16; Pol. oft u. a. Sp.; Compar., Pol. 1, 13, 11; Superl., 37, 3, 2, wie Callim. Del. 282; πολυχρονιώτερος τῆς εἱμαρμένης, Polem. 2, 12.
Greek (Liddell-Scott)
πολυχρόνιος: -ον, ὁ ἐπὶ πολὺν χρόνον ὑπάρχων, ὁ ἐκ παλαιοῦ, παλαιός, ἀρχαῖος, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 125, Ἀνθ. Π. 5, 255· οὕτω παρὰ τοῖς πεζογράφοις, Ἡρόδ. 1. 55, Ἱππ. Ἀφ. 1250 (νόσημα), Πλάτ. Τίμ. 75Β, Ξεν. Ἀπομν. 1. 4, 16. ΙΙ. ὁ ἐπὶ μακρὸν διαρκῶν, διαμένων, π. ἔχειν τὴν ζωὴν Ἀριστ. π. Μακροβιότ. 1. 2· ἀρχαὶ ὁ αὐτ. ἐν Πολιτικ. 4. 15, 1· βιότου τέρμα, ἐπὶ μακρὸν παραταθέν, Καλλ. Λουτρ. Παλλάδ. 128. 2) ἐπὶ ζῴων, ὁ ἐπὶ μακρὸν ζῶν, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 7, 9 κ. ἀλλ. ― συγκρ. -ώτερος, Ἱππ. Ἀγμ. 758, Πλάτ. Φαίδων 87C, κτλ.· ὑπερθ. -ώτατος, Ξεν. Ἀπομν. 1. 4, 16, Καλλ. εἰς Δῆλ. 282. ― Ἐπίρρ. -ίως, Ἱππ. Ἐπιστ. 1282. 6.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui dure depuis longtemps.
Étymologie: πολύς, χρόνος.