ποντογενής
From LSJ
λογισάμενος ὅτι καὶ ἐκ νεκρῶν ἐγεῖραι δυνατὸς ὁ Θεός → in the belief that God was able to raise him up from the dead
English (LSJ)
ές, (γενέσθαι)
A seaborn, Orph.H.55.2, 81.1:—fem. ποντο-γένεια, poet. ποντο-είη, ἡ, formed like ἀφρογένεια, Opp.C.1.33.
German (Pape)
[Seite 681] ές, meergeboren, Orph. H. 54, 2.
Greek (Liddell-Scott)
ποντογενής: -ές, (γενέσθαι) ὁ ἐκ τοῦ πόντου γεννηθείς, Ὀρφ. Ὕμν. 54. 2., 80. 1· ― θηλ. ποντογένεια, ἡ, σχηματισθὲν κατὰ τὸ ἀφρογένεια, Ὀππ. Κυν. 1. 33.