ποντογενής

From LSJ

Μηδέν ποτε κοινοῦ τῇ γυναικὶ χρήσιμον → Utile communicato mulieri nihil → Nie teile etwas Wertvolles mit deiner Frau

Menander, Monostichoi, 361
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ποντογενής Medium diacritics: ποντογενής Low diacritics: ποντογενής Capitals: ΠΟΝΤΟΓΕΝΗΣ
Transliteration A: pontogenḗs Transliteration B: pontogenēs Transliteration C: pontogenis Beta Code: pontogenh/s

English (LSJ)

ποντογενές, (γενέσθαι) seaborn, Orph.H.55.2, 81.1:—fem. ποντογένεια, poet. ποντο-είη, ἡ, formed like ἀφρογένεια, Opp.C.1.33.

German (Pape)

[Seite 681] ές, meergeboren, Orph. H. 54, 2.

Greek (Liddell-Scott)

ποντογενής: -ές, (γενέσθαι) ὁ ἐκ τοῦ πόντου γεννηθείς, Ὀρφ. Ὕμν. 54. 2., 80. 1· ― θηλ. ποντογένεια, ἡ, σχηματισθὲν κατὰ τὸ ἀφρογένεια, Ὀππ. Κυν. 1. 33.

Greek Monolingual

-ές, θηλ. και ποντογένεια, ποιητ. τ. θηλ. ποντογενείη, Α
1. αυτός που γεννήθηκε στη θάλασσα
2. (το θηλ. ως κύριο όν.) ἡ Ποντογένεια και Ποντογενείη
προσωνυμία της Αφροδίτης επειδή αναδύθηκε από τη θάλασσα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πόντος + -γενής (< γένος < γίγνομαι), πρβλ. θαλασσογενής].