πριονωτός
διφθέραι σταδιαῖαι τοῖς μεγέθεσιν → hides a stade in size, hides fastened together so as to cover a place an entire stadium in extent
English (LSJ)
ή, όν, (as if from πριονόω)
A made like a saw, jagged, serrated, στόμια Ar.Fr.58; [τοῦ κρανίου] τὸ π. μέρος ῥαφὴ [καλεῖται] Arist.HA516a15; π. δράκοντες with serrated crests, Philostr.VA3.7; π. τῇ λοφίᾳ Philostr.Jun.Im. 4; ἡ π. τειχοποιία, of a warlike engine, Ph.Bel.83.8.
German (Pape)
[Seite 702] wie eine Säge gestaltet; τοῦ κρανίου τὸ πριονωτὸν μέρος, der mit sägenförmigen Näthen zusammengefügte Theil des Schädels, Arist. H. A. 3, 7 u. Sp. Bei Philostr. heißen πριονωτοί Schlangen mit sägenförmigem Kamme oder Rückenschuppen, vit. Apoll. 3, 2, weswegen man das Wort auch πριόνωτος geschrieben u. aus πρίων u. νῶτος hat ableiten wollen, vgl. Jac. Philostr. imagg. p. 263, was nicht richtig scheint. – Ἡ πριονωτή heißt eine Kriegsmaschine, Mathem. vett.
Greek (Liddell-Scott)
πρῑονωτός: ή, όν (οἱονεὶ ἐκ ῥήμ. πριονόω) πεποιημένος ὡς πριόνιον, ὀδοντωτός, στόμια Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 139· τοῦ κρανίου τὸ πρ. μέρος ῥαφὴ καλεῖται Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 7, 2· πρ. ὄφεις, ἔχοντες ὀδοντωτά, πριονοειδῆ τὰ νῶτα, Φιλόστρ. 99· πριονωτῇ τῇ λοφιᾷ αὐτόθι 867· ἡ πριονωτὴ τειχοποιία, ἐπὶ πολεμικῆς μηχανῆς, Ἀρχ. Μαθ. 86.