προβιβρώσκω
From LSJ
Sophocles, Fragment 698
English (LSJ)
A eat first, ἢν -βεβρώκῃ ὥνθρωπος Aret.SA2.2:— Pass., προβρωθέντα φύλλα Dsc.3.45, cf. 1.125.
German (Pape)
[Seite 711] (s. βιβρώσκω), vorher essen, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
προβιβρώσκω: βιβρώσκω, καταβροχθίζω πρότερον, Ἀρετ. π. Αἰτ. Ὀξ. Νούσ. 2. 2.