προσεδρία
From LSJ
εὖτ' ἂν ὑπὸ τοῦ κακοῦ κτεινέωνται → when the disease is proceeding towards a fatal termination
English (LSJ)
A v. προσεδρεία.
German (Pape)
[Seite 757] ἡ, = προσεδρεία, Eur. Or. 93. 304.
Greek (Liddell-Scott)
προσεδρία: ἡ, ἴδε ἐν λ. προσεδρεία.