πυλαϊκός

From LSJ
Revision as of 11:30, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_10)

Ούτως είη ημίν ο Θεός βοηθός και το Ιερόν Αυτού Ευαγγέλιον → So help us God and His holy Gospel

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πῠλᾱϊκός Medium diacritics: πυλαϊκός Low diacritics: πυλαϊκός Capitals: ΠΥΛΑΪΚΟΣ
Transliteration A: pylaïkós Transliteration B: pylaikos Transliteration C: pylaikos Beta Code: pulai+ko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A silly, ὀχλαγωγία Plu.Pyrrh.29.

German (Pape)

[Seite 817] possenhaft, ὀχλαγωγία Plut. Pyrrh. 29.

Greek (Liddell-Scott)

πῠλᾱϊκός: -ή, -όν, ἀνήκων εἰς τὴν Πυλαίαν, ὁ τῆς Πυλαίας, Πυλ. κόλπος Στράβ. 9, 430· Πυλ. πανήγυρις αὐτόθι 436· ταῦτα μέν ἐστι Πυλαϊκῆς ὀχλαγωγίας Πλουτ. Πύρρ. 29· πρβλ. πυλαία ΙΙ.