σκορπιοειδής

Revision as of 11:26, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_7)

English (LSJ)

ές,

   A scorpion-like, only in form σκορπιώδης (q.v.).    II σκορπιοειδές, τό, scorpion-wort (so called because of the like ness of its seed to a scorpion's tail), Scorpiurus sulcata, Dsc.4.192; cf. σκορπίουρος.

German (Pape)

[Seite 904] ές, skorpionartig, skorpionähnlich; τὸ σκ., eine Pflanze, wegen der Aehnlichkeit des Saamens mit einem Skorpionsschwanze, Diosc.

Greek (Liddell-Scott)

σκορπιοειδής: -ές, ὅμοιος πρὸς σκορπίον, πρβλ. σκορπιώδης. ΙΙ. τὸ σκορπιοειδές, φυτόν τι καλούμενον οὕτως ἐκ τῆς ὁμοιότητος τοῦ σπόρου αὐτοῦ πρὸς τὴν οὐρὰν σκορπίου, Διοσκ. (ἐν τοῖς Νόθ.) 4. 195· ὡσαύτως σκορπίουρος.