σκορπιοειδής
Χριστῷ συνεσταύρωμαι· ζῶ δὲ οὐκέτι ἐγώ, ζῇ δὲ ἐν ἐμοὶ Χριστός· ὃ δὲ νῦν ζῶ ἐν σαρκί, ἐν πίστει ζῶ τῇ τοῦ υἱοῦ τοῦ θεοῦ τοῦ ἀγαπήσαντός με καὶ παραδόντος ἑαυτὸν ὑπὲρ ἐμοῦ → I've been nailed to the cross with the Anointed One. But I live, no longer as me; it's the Anointed One who lives in me! The life that I'm now living in the flesh, I'm living in the Faith of the son of God, who loved me and gave himself over for my sake. (Galatians 2:20)
English (LSJ)
σκορπιοειδές,
A scorpion-like, only in form σκορπιώδης (q.v.).
II σκορπιοειδές, τό, scorpion-wort (so called because of the like ness of its seed to a scorpion's tail), Scorpiurus sulcata, Dsc.4.192; cf. σκορπίουρος.
German (Pape)
[Seite 904] ές, skorpionartig, skorpionähnlich; τὸ σκ., eine Pflanze, wegen der Ähnlichkeit des Saamens mit einem Skorpionsschwanze, Diosc.
Greek (Liddell-Scott)
σκορπιοειδής: -ές, ὅμοιος πρὸς σκορπίον, πρβλ. σκορπιώδης. ΙΙ. τὸ σκορπιοειδές, φυτόν τι καλούμενον οὕτως ἐκ τῆς ὁμοιότητος τοῦ σπόρου αὐτοῦ πρὸς τὴν οὐρὰν σκορπίου, Διοσκ. (ἐν τοῖς Νόθ.) 4. 195· ὡσαύτως σκορπίουρος.
Greek Monolingual
-ές, ΝΑ
όμοιος με σκορπιό, κυρίως, ως προς το σχήμα
νεοελλ.
(το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τα σκορπιοειδή
ζωολ. παλαιότερη ονομασία της τάξης αραχνιδίων σκορπιοί (Ι)
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ σκορπιοειδές
φυτό που ονομάστηκε έτσι από την ομοιότητα που παρουσίαζε ο σπόρος του με την ουρά σκορπιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκορπίος / σκορπιός + -ειδής].