στενυγρός
From LSJ
Ῥύου δὲ σαυτὸν παντὸς ἐκ φαύλου τρόπου → Ex omni more malefico tete eruas → Bewahre dich vor jeder üblen Lebensart
English (LSJ)
ή, όν, Ion. for
A στενός, ἀτραπός Semon.14, cf. Hp.Epid. 5.48; ἰσθμός Max.Tyr.35.7; στενυγρή, ἡ, a narrow pass or strait, Orac. ap. Oenom. ap. Eus.PE5.20, prob. for στενύστραν in Orac. ap. Apollod.2.8.2.
German (Pape)
[Seite 936] ion. = στενός, Simonds u. Sp., wie Apolld. 2, 8, 2; kein comp., wie Galen. ausdrücklich erinnert; ἡ στενυγρή, Engpaß, Oenom. bei Euseb. praep. ev. 8, 20.
Greek (Liddell-Scott)
στενυγρός: -ή, -όν, Ἰων. ἀντὶ στενός, Σιμωνίδ. Ἰαμβ. 13· στενυγρή, ἡ, στενὴ διάβασις ἢ πορθμός, Οἰνόμ. παρ’ Εὐσεβ. ἐν Εὐαγγ. Προπ. 210C, 211Α. - Καθ’ Ἡσύχ. «εὐριπῶδες, στενόν, καὶ συριγγῶδες».