στερεομέτρης
From LSJ
τούτοις οὐκ ἔστι κοινὴ βουλή → they have no common ground of argument, they have no common agenda
Full diacritics: στερεομέτρης | Medium diacritics: στερεομέτρης | Low diacritics: στερεομέτρης | Capitals: ΣΤΕΡΕΟΜΕΤΡΗΣ |
Transliteration A: stereométrēs | Transliteration B: stereometrēs | Transliteration C: stereometris | Beta Code: stereome/trhs |
ου, ὁ,
A one who measures solids, Gal.Thras.47.
[Seite 936] ὁ, der feste Körper Messende, Sp.
στερεομέτρης: -ου, ὁ, ὁ μετρῶν στερεά, Γαλην.