στιβεύω
From LSJ
English (LSJ)
A track out, D.S.5.3, Plu.2.966c; explore, διὰ τῶν εὐλόγων τὸ μέλλον ib.399a:—Pass., στιβευόμενος τόπος ib.918b. II intr., walk, travel, Hsch.
German (Pape)
[Seite 942] = στιβέω, von Hunden, D. Sic. 5, 3; καὶ ἰχνοσκοπεῖν, Plut. de Pyth. or. 10.
Greek (Liddell-Scott)
στῐβεύω: ἀνιχνεύω, Διόδ. 5. 3, Πλούτ. 2. 966C· ἐξερευνῶ, τὸ μέλλον αὐτόθι 399Α. ― Παθ., στιβευόμενος τόπος αὐτόθι 918Β. ΙΙ. ἀμετάβ., βαδίζω, ὁδοιπορῶ, ταξειδεύω, Ἡσύχ.
French (Bailly abrégé)
suivre à la piste, explorer pas à pas ; Pass. τόπος στιβευόμενος PLUT lieu où l’on suit une piste ; fig. explorer, sonder.
Étymologie: στίβος.