στόχος

Revision as of 20:09, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_4)

English (LSJ)

ὁ,

   A pillar of brick, IG22.463.59, al.    2 = στοχάς, Poll.5.36.    3 butt, target, X.Ages.1.25 (Wyttenbach for στοίχων).    4 aim, aiming, E.Ba.1100 (Reiske for τ' ὄχον).    5 guess, conjecture, A.Supp.243.

German (Pape)

[Seite 949] wie σταλίς, στάλιξ, alles Aufgerichtete, gew. das aufgestellte Ziel, wonach man zielt, Xen. Ages. 1, 25; Poll. 5, 36; – das Zielen, Muthmaßen, μόνον τόδ' Ἑλλὰς χθὼν συνοίσεται στόχῳ, Aesch. Suppl. 240.

Greek (Liddell-Scott)

στόχος: ὁ, σκοπός, «σημάδι», Εὐρ. Βάκχ. 1100 (ἐκ διορθώσεως τοῦ Reiske ἀντὶ τ ὅχον) στοχῷ (οὕτω) βάλλειν Αἰλ. π. Ζ. 1. 31. 2) εἰκασία, Αἰσχύλ. Ἱκ. 243. ΙΙ. = στοχάς, Πολυδ. Ε´, 36. (Δὲν σχετίζεται πρὸς τὸ στοῖχος, στίχος, ἀλλὰ παράγεται ἐκ τῆς √ΣΤΕΧ ἢ ΣΤΑΧ· πρβλ. Γοτθ. aus-tiggan (ἐξαιρεῖν)· Ἀρχ. Σκανδ. sting-a· Ἀγγλο-Σαξον. stingan, κτλ· πρβλ. Μ. Müller Sc. of Lang. 2. σ. 79. - Ἡ ῥίζα αὕτη φαίνεται ὅτι εἶναι συγγενὴς τῇ √ ΣΤΙΓ, στίζω).

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
1 but que l’on vise;
2 conjecture.
Étymologie: R. Σταχ ou Στεχ, frapper.