στοχάς Search Google

From LSJ

Καλὸν φέρουσι καρπὸν οἱ σεμνοὶ τρόποι → Mores decori frugis est pulchrae seges → Ein ehrbarer Charakter bringt willkommne Frucht

Menander, Monostichoi, 303
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στοχάς Medium diacritics: στοχάς Low diacritics: στοχάς Capitals: ΣΤΟΧΑΣ
Transliteration A: stochás Transliteration B: stochas Transliteration C: stochas Beta Code: stoxa/s

English (LSJ)

στοχάδος, ἡ,
A an erection of stone or wood for fixing net poles (στοῖχοι II) on uneven ground, Poll.5.36.
2 Adj., in a row, Λίβυες οἰωνοὶ στοχάδες (v.l. στολάδες) E.Hel.1480 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 949] άδος, ἡ, ein aufgeworfener Hügel, um die Stangen für die Stellnetze darin festzustellen, Poll. 5, 36. – Als adj., οἰωνοὶ στοχάδες, Eur. Hel. 1496, entweder die in Reihen fliegenden, statt στοιχάδες, od. die Andeutungen gebenden, wahrsagenden; v.l. ist στολάδες, die durch die Lüfte segelnden oder in Geschwadern ziehenden Zugvögel.

Greek (Liddell-Scott)

στοχάς: -άδος, ἡ, μηχάνημά τι δι᾿ οὗ ἐνέπηγον πασσάλους θηρευτικῶν δικτύων (παγίδων) ἢ βρόχων (στοῖχοι ΙΙ) ἐπὶ ἀνωμάλου ἐδάφους, Πολυδ. Ε´, 36.

Greek Monolingual

-άδος, ἡ, Α
1. μικρό ύψωμα από πέτρες ή ξύλα σε ανώμαλο έδαφος όπου στερέωναν τα κοντάρια τών κυνηγετικών διχτιών
2. ως επίθ. αυτή που κινείται κατά στοίχους, σε σειρές («Λίβυες οἰωνοὶ στοχάδες», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < στόχος + επίθημα -άς, -άδος (πρβλ. στολάς)].

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

στοχάς -άδος [στόχος] als adj., in formatie, in een rij (van vogels).