στρουθόπους

From LSJ
Revision as of 10:58, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_19)

Μακάριος, ὅστις ἔτυχε γενναίου φίλου → Generosa amicus mente , felicis bonum → Glückselig ist, wer einen edlen Freund gewinnt

Menander, Monostichoi, 357
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στρουθόπους Medium diacritics: στρουθόπους Low diacritics: στρουθόπους Capitals: ΣΤΡΟΥΘΟΠΟΥΣ
Transliteration A: strouthópous Transliteration B: strouthopous Transliteration C: strouthopous Beta Code: strouqo/pous

English (LSJ)

πουν, gen. ποδος,

   A with sparrow's or ostrich's feet (for authorities differ, Sch.Ar.Av.877 explaining it of large, Plin.HN7.24 of small feet).

German (Pape)

[Seite 956] ποδος, mit Sperlings- od. Straußsüßen, Schol. Ar. Av. 876, = μεγαλόπους.

Greek (Liddell-Scott)

στρουθόπους: ουν, ὁ ἔχων πόδας στρουθίου ἢ στρουθοκαμήλου (ἐπειδὴ ὑπάρχουσιν ἀμφότεραι αἱ ἑρμηνεῖαι, καθ’ ὅσον ὁ μὲν Σχολ. εἰς Ἀριστοφ. Ὄρν. 876 ἑρμηνεύει αὐτὸ ὡς σημαῖνον τὸν ἔχοντα μεγάλους πόδας, ὁ δὲ Πλίν. (7. 2) τὸν ἔχοντα μικροὺς πόδας).