συναποπέμπω
From LSJ
καὶ τοσαύτῃ περιουσίᾳ χρήσασθαι πονηρίας → in the veriest extravagance of malice
English (LSJ)
A send off together, X.Cyr.3.1.2 (v.l. συνέπεμπε); send out as well, ὑμένα Gal.2.523.
German (Pape)
[Seite 1002] mit od. zugleich ab- od. wegschicken, Xen. Cyr. 3, 1, 2.
Greek (Liddell-Scott)
συναποπέμπω: πέμπω ὁμοῦ, καὶ κόσμον δὲ συναπέπεμπε Ξεν. Κύρ. 3, 1, 2 (διάφορ. γραφ. συνέπεμπε).