οὐ λήψει τὸ ὄνομα Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου ἐπὶ ματαίω → thou shalt not take the name of the Lord thy God in vain
[Seite 1009] ἡ, Mitsklavinn, Babr. 3, 6.
ης (ἡ) :fém. de σύνδουλος.