συγκοιμητής
From LSJ
English (LSJ)
οῦ, ὁ,
A bedfellow, Hsch. s.v. ἐπευνακταί.
German (Pape)
[Seite 968] ὁ, der Beischläfer, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
συγκοιμητής: -οῦ, ὁ, ὁ συγκοιμώμενος μετά τινος, Ἡσύχ. ἐν λέξ. ἐπευνα(κ)ταί.
Greek Monolingual
ὁ, Α συγκοιμῶμαι
(κατά τον Ησύχ.) σύνευνος.