σύμμεικτος

From LSJ
Revision as of 12:34, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (39)

ἀπομυξάμενος, ὦ Δῆμέ, μου πρὸς τὴν κεφαλὴν ἀποψῶ → blow your nose, Demos, and wipe your hand on my head

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σύμμεικτος Medium diacritics: σύμμεικτος Low diacritics: σύμμεικτος Capitals: ΣΥΜΜΕΙΚΤΟΣ
Transliteration A: sýmmeiktos Transliteration B: symmeiktos Transliteration C: symmeiktos Beta Code: su/mmeiktos

English (LSJ)

(on the spelling

   A v. μείγνυμι), ον, also η, ον Stob.3.17.28 (v.l.):—commingled, promiscuous, καρπός Hes.Op.563; σύμμεικτα . . βουκόλων φρουρήματα S.Aj.53; θηρώμενοι ξύμμικτα μὴ δίκαια καὶ δίκαι' ὁμοῦ E.Fr.419; σ. εἶδος, of the Minotaur, ib.996; esp. of irregular troops, σ. στρατός Hdt.7.55; ἄνθρωποι, ὄχλοι, Th.6.4, 17; opp. true citizens, Id.4.106; ξενικὸν ἀργύριον σ. miscellaneous, IG12.310.302; σ. χαλκώματα Lys.19.27; χρυσία σ. διάλιθα IG22.1388.63; πρόβατα PTeb.53.19 (ii B.C.), etc. Adv. -τως Str.1.2.27 (v.l.).    2 c. dat., θυσίαι τελεταῖς σ. Pl.Lg.738c.    3 compounded, ἐκ γῆς τε καὶ ὕδατος Id.Ti.61a, cf. Lg.692a; σ. [λόγος] consolidated account, PLond.3.1157.1 (iii A.D.).

Greek Monolingual

-η, -ο / σύμμεικτος, -η, -ον, ΝΜΑ, και σύμμειχτος, -η, -ο, Ν, και τ. θηλ. -ος, Α
βλ. σύμμικτος.