τυροψύκτης

From LSJ
Revision as of 10:36, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_19)

ἐγγυητής τοῦ ἀργυρίου ἀξιόχρεωςtrustworthy guarantor for the money

Source

German (Pape)

[Seite 1165] ὁ, Ort zum Trocknen der Käse, übh. = τυροκομεῖον, Philem. lex. p. 90.

Greek (Liddell-Scott)

τῡροψύκτης: -ου, ὁ, τόπος ἐν ᾧ ξηραίνεται ὁ τυρός, = τυροκομεῖον, ταρσὸς λέγεται καὶ ὁ τυροψύκτης Μανουὴλ Μοσχόπ. ἐν Λεξικ. Φιλοστράτου, ἴδε Φιλήμονος Λεξικὸν Τεχνολογικὸν § 222 ἐν λ. ταρσοί.