τυροψύκτης
From LSJ
German (Pape)
[Seite 1165] ὁ, Ort zum Trocknen der Käse, übh. = τυροκομεῖον, Philem. lex. p. 90.
Greek (Liddell-Scott)
τῡροψύκτης: -ου, ὁ, τόπος ἐν ᾧ ξηραίνεται ὁ τυρός, = τυροκομεῖον, ταρσὸς λέγεται καὶ ὁ τυροψύκτης Μανουὴλ Μοσχόπ. ἐν Λεξικ. Φιλοστράτου, ἴδε Φιλήμονος Λεξικὸν Τεχνολογικὸν § 222 ἐν λ. ταρσοί.
Greek Monolingual
ὁ, Μ
1. μέρος όπου ψύχεται και ξηραίνεται το τυρί
2. (γενικά) τυροκομείο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τυρός + ψύκτης (< ψύχω) πρβλ. καταψύκτης].