χορταστικός
From LSJ
αὐτῇ τῇ ψυχῇ αὐτὴν τὴν ψυχὴν θεωροῦντα ἐξαίφνης ἀποθανόντος ἑκάστου → beholding with very soul the very soul of each immediately upon his death
English (LSJ)
ή, όν, (χορτάζω)
A good for feeding, nutritious, Hsch. s.v. καπανικώτερα (Comp.).
German (Pape)
[Seite 1367] zum Füttern, Mästen gehörig, geschickt (?).
Greek (Liddell-Scott)
χορταστικός: -ή, -όν, (χορτάζω) ἁρμόδιος εἰς τὸ χορτάζειν, χορταστικὸς ὡς καὶ νῦν, ἴδε καπανικός.