χολοβαφής
From LSJ
πρῶτον μὲν οὖν ὄστρεια παρὰ Νηρεῖ τινι ἰδὼν γέροντι φυκί ἠμφιεσμένα ἔλαβον ἐχίνους τ' ἐστὶ γὰρ προοίμιον δείπνου χαριέντως ταῦτα πεπρυτανευμένου → So first I spotted oysters wrapped in seaweed at the shop of some old Nereus, and sea urchins, which I bought; these were the appetizers for a delightfully managed dinner
English (LSJ)
ές, = sq., Marcellin. in Sch.Hermog.Rh.4.148W.
German (Pape)
[Seite 1363] ές, in Galle getaucht, mit Galle gefärbt, dah. grün, od. goldgelb, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
χολοβᾰφής: -ές, γεν. έος, = τῷ ἑπομ., Ρήτορες (Walz) τ. 4, σ. 148.