τετράστοιχος
From LSJ
Χωρὶς γυναικὸς ἀνδρὶ κακὸν οὐ γίγνεται → Non ullum sine muliere fit malum viro → Kein Unglück widerfährt dem Mann, der ledig bleibt
English (LSJ)
ον,
A in four rows, κριθαί ib.8.4.2. 2 τ. σῶμα alloy of four metals, Olymp.Alch.p.96 B. II τετράστοιχον, τό, four classes of ζῷα, Procl.in Cra.p.22 P.
German (Pape)
[Seite 1099] in vier Reihen, Philo u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
τετράστοιχος: -ον, ὁ ἐκ τεσσάρων στοίχων ἢ σειρῶν, διῃρημένον κατὰ τὴν τετραστοιχίαν Θεοφρ. περὶ Φυτ. Ἱστ. 9. 4, 2.