τράγω
From LSJ
Ῥῦσέ με δεινῶν νοσημάτων, ἱερώτατε, ἱερωσύνην συναρμόσας ἐν χαρᾷ και ἐπιστήμης τὸ πολύτιμον κεφάλαιον → Deliver me from grievous afflictions, most holy one, joining sanctity together in joy with the precious fountainhead of knowledge
German (Pape)
[Seite 1133] dor. statt τρώγω.
Greek (Liddell-Scott)
τράγω: Δωρ. ἀντὶ τρώγω, ὡς τὸ πρᾶτος ἀντὶ πρῶτος.
French (Bailly abrégé)
ῃς, ῃ;
sbj. ao.2 de τρώγω.