φλονῖτις
From LSJ
Ὑπὲρ εὐσεβείας καὶ λάλει καὶ μάνθανε → Ea fator atque disce, quae pietas probat → Dein Sprechen, Lernen diene nur der Frömmigkeit
English (LSJ)
ιδος, ἡ,
A = ὄνοσμα, golden drop, Onosma echioides, Ps.-Dsc.3.131.
German (Pape)
[Seite 1293] ιδος, ἡ, eine Pflanze, sonst ὄνοσμα genannt, auch φλομῖτις geschrieben, Diosc. – Vgl. φλόμος.
Greek (Liddell-Scott)
φλονῖτις: -ιδος, ἡ, ἕτερον ὄνομα τοῦ φυτοῦ ὅπερ συνήθως λέγεται ὄνοσμα ἢ ὄνωνις, Διοσκ. 3. 137.