φιλόθρηνος
From LSJ
ἀνήρ τῷ ἀδελφῷ αὐτοῦ προσκολληθήσεται → a man cleaves each to his fellow, each to one's fellow
English (LSJ)
ον,
A fond of wailing, given to lamentations, Poll.6.202, Ptol.Tetr.71, Nonn. D.9.294.
German (Pape)
[Seite 1280] Klagen liebend, gern od. gewöhnlich klagend, γυναῖκες Nonn. D. 9, 294.
Greek (Liddell-Scott)
φῐλόθρηνος: -ον, ὁ ἀγαπῶν τοὺς θρήνους, Πολυδ. Ϛ΄, 202, Νόνν. Διονυσ. 9. 294· ― φιλοθρηνὴς παρὰ Μόσχ. 4. 66· εἶναι πιθανῶς ἡμαρτημένον. ΙΙ. Παθ., ὁ συχνάκις θρηνούμενος, τύμβος Νόνν. Εὐαγγ. κ. Ἰω. 11. 44.